- Μηνιασταί
- Μηνιασταί, οί (Α)αυτοί που λατρεύουν την ανατολική θεότητα Μην.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μήν πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *μηνιάζω «λατρεύω τον Μήνα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μηνιασταί — worshippers of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)